Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχτύπητος -η -ο [axtípitos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν χτυπήσει, που δεν είναι χτυπημένος: Aχτύπητο αυγό / χταπόδι. || Δεν άφησε πόρτα αχτύπητη. || Aχτύπητο κείμενο, σε γραφομηχανή ή σε τυπογραφείο. 2. (προφ.) που δεν μπορεί κανείς να τον συναγωνιστεί, ασυναγώνιστος: ~ αθλητής. Aχτύπητο ρεκόρ. Είναι ~ στο σκάκι.
[μσν. ακτύπητος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < α- 1 κτυπη- (κτυπώ) -τος]