Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχταρμάς ο [axtarmás] Ο1 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ανακάτεμα: Ένας ~ από ρούχα, βιβλία και τρόφιμα. (έκφρ.) τα κάνω (έναν) αχταρμά, για κτ. που το έχουμε μπερδεμένο, συνήθ. στο μυαλό μας: Διάβαζε, διάβαζε τόσα χρόνια μα τα ΄χει κάνει έναν αχταρμά μες στο μυαλό του.
[τουρκ. aktarma `δημιουργία αναστάτωσης΄ -ς με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]