Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχμάκης
1 εγγραφή
αχμάκης ο [axmákis] Ο11 θηλ. αχμάκισσα [axmákisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο αφελή, απλοϊκό: Tην έπαθε σαν ~. || για άνθρωπο νωθρό.

[τουρκ. ahmak -ης· αχμάκ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες