Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχλή η [axlí] Ο29 : αραιή ομίχλη που καλύπτει την ατμόσφαιρα· καταχνιά. || (μτφ.): Mέσα από την ~ των αιώνων.
[λόγ. < αρχ. ἀχλ(ύς) μεταπλ. -ή κατά τα άλλα θηλ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. ἀχλ(ύς) μεταπλ. -ή κατά τα άλλα θηλ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |