Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχλή η [axlí] Ο29 : αραιή ομίχλη που καλύπτει την ατμόσφαιρα· καταχνιά. || (μτφ.): Mέσα από την ~ των αιώνων.
[λόγ. < αρχ. ἀχλ(ύς) μεταπλ. -ή κατά τα άλλα θηλ.]