Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφύπνιση η [afípnisi] Ο33 : 1α.(λόγ.) ξύπνημα: Yπηρεσία αφυπνίσεως του ΟTΕ. || (μτφ.): ~ ενός ηφαιστείου. β. (στρατ.) το χαρτάκι που βάζει στο κρεβάτι του ο στρατιώτης και που γράφει την ώρα που πρέπει να τον ξυπνήσουν, για να εκτελέσει την υπηρεσία του. 2. επαναφορά στην επιφάνεια της συνείδησης αισθημάτων, ιδεών κτλ., τα οποία θεωρούνται νεκρά ή σε λήθαργο: Εθνική ~. ~ της συνείδησης.
[λόγ. < μσν. αφύπνι(σις) -ση < αφυπνι- (αφυπνίζω) -σις]