Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφτιασίδωτος -η -ο [aftxasíδotos] & αφκιασίδωτος -η -ο [af
asíδotos] Ε5 : (προφ.) αμακιγιάριστος. [α- 1 φτιασιδώ(νω), φκιασιδώ(νω) -τος]
- άφτιαστος -η -ο [áftxastos] & άφκιαστος -η -ο [áf
astos] Ε5 : (λαϊκότρ.) άφτιαχτος. [α- 1 φτιασ- (φτιάνω) -τος· α- 1 φκιασ- (φκιάνω) -τος]
- άφτιαχτος -η -ο [áftxaxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν φτιάξει. α. του οποίου δεν έχει ακόμα τελειώσει η κατασκευή: Άφτιαχτο σπίτι / έπιπλο. Έχει ακόμα άφτιαχτο το φαΐ / άφτιαχτα τα προικιά της. β. που δεν τον έχουν επισκευάσει: Ο τσαγκάρης άφησε τα παπούτσια μου άφτιαχτα και δεν έχω τι να φορέσω. γ. ατακτοποίητος, ασυγύριστος: Άφτιαχτο δωμάτιο / σαλόνι / κρεβάτι. || συνήθ. για γυναίκα, απεριποίητη, αμακιγιάριστη.
[α- 1 φτιακ- (φτιάχνω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]