Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρόψαρο
1 εγγραφή
αφρόψαρο το [afrópsaro] Ο41 : ονομασία μικρών ψαριών που ζουν πολύ κοντά στην επιφάνεια του νερού· ψάρι του αφρού: Οι γλάροι πετούσαν χαμηλά κυνηγώντας αφρόψαρα.

[αφρ(ός) -ο- + ψάρ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες