Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρός
2 εγγραφές [1 - 2]
αφρός ο [afrós] Ο17 : 1α.πυκνές λευκές φυσαλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών, όταν αυτά κινούνται βίαια, βράζουν ή παθαίνουν χημική ζύμωση: Οι αφροί της θάλασσας / των κυμάτων. Ο ~ του γάλατος / του μούστου. Mπίρα με / χωρίς αφρό. || Ψάρι του αφρού, που ζει στην επιφάνεια της θάλασσας. (έκφρ.) βγαίνω στον αφρό, καταφέρνω να πείσω ότι είμαι αθώος, ότι δεν έχω ευθύνη για κτ., αποφεύγοντας έτσι τις δυσάρεστες συνέπειες μιας κακής πράξης. β. πυκνές λευκές φυσαλίδες που σχηματίζονται όταν σαπούνι ή άλλο σχετικό υλικό διαλύεται με νερό: Ο ~ του σαμπουάν / του απορρυπαντικού. ~ ξυρίσματος, είδος σαπουνιού σε μορφή αφρώδους κρέμας που χρησιμοποιείται στο ξύρισμα. γ. πυκνό σάλιο που βγαίνει από το στόμα ερεθισμένων ή κουρασμένων ζώων: Tο λυσσασμένο σκυλί / το λαχανιασμένο άλογο βγάζει αφρούς. || Έπαθε κρίση επιληψίας κι έπεσε κάτω βγάζοντας αφρούς. (έκφρ.) βγάζω αφρούς, είμαι πολύ θυμωμένος. 2. (μτφ., προφ.) α. το εκλεκτότερο μέρος ενός συνόλου: Διάλεξε και της έδωσε τον αφρό από τα μήλα που πουλούσε. β. για κτ. αφράτο, μαλακό, φουσκωτό και ελαφρό: ~ είναι το κέικ / το πάπλωμα.

[αρχ. ἀφρός]

αφροσύνη η [afrosíni] Ο30 : (λόγ.) η ιδιότητα του άφρονα. ANT σωφροσύνη: Πολιτεύτηκε με ~.

[λόγ. < αρχ. ἀφροσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες