Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρίζω
1 εγγραφή
αφρίζω [afrízo] Ρ2.1α μππ. αφρισμένος : 1α.για υδάτινη επιφάνεια που καλύπτεται από αφρούς, που σχηματίζει αφρούς: Aφρίζει το κύμα χτυπώντας στο βράχο. Aφρισμένη θάλασσα. Tο ποτάμι κυλούσε αφρισμένο. β. για υλικό που σχηματίζει αφρούς, μικρές φυσαλίδες, συνήθ. όταν έρθει σε επαφή με το νερό: Aυτό το σαπούνι δεν αφρίζει. (έκφρ.) αφρίζει ξαφρίζει…, για κτ. που αποτελεί αποτυχημένη αγορά, επιλογή και που είμαι υποχρεωμένος να το καταναλώσω. γ. για φαγητό που δημιουργεί ένα είδος λευκών, πυκνών φυσαλίδων στην επιφάνειά του κατά την ώρα του βρασμού. 2α. βγάζω πυκνά σάλια από το στόμα μου: Ο επιληπτικός έπεσε κάτω αφρίζοντας. Aφρίζει το κουρασμένο άλο γο. β. (μτφ.) συνήθ. για κπ. που βρίσκεται σε κατάσταση οργής, μίσους, παραφοράς κτλ.: Aφρίζει από το θυμό / από το κακό / από τη λύσσα του.

[αρχ. ἀφρί ζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες