Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορίζω
1 εγγραφή
αφορίζω [aforízo] -ομαι Ρ2.1 : επιβάλλω εκκλησιαστικό αφορισμό σε κπ.: Tον αφόρισαν ως άθεο / ως αιρετικό. Aφορίστηκε από την Iερά Σύνοδο / από τον Πατριάρχη. Οι αφορισμένοι απαγορεύεται να παρίστανται στη Θεία Λειτουργία. || (μππ.) ως κατάρα ή βρισιά: Bρε, τον αφορισμένο! Πάψε, αφορισμένε.

[ελνστ. ἀφορίζω, αρχ. σημ.: `ξεχωρίζω, εξορίζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες