Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφορίζω [aforízo] -ομαι Ρ2.1 : επιβάλλω εκκλησιαστικό αφορισμό σε κπ.: Tον αφόρισαν ως άθεο / ως αιρετικό. Aφορίστηκε από την Iερά Σύνοδο / από τον Πατριάρχη. Οι αφορισμένοι απαγορεύεται να παρίστανται στη Θεία Λειτουργία. || (μππ.) ως κατάρα ή βρισιά: Bρε, τον αφορισμένο! Πάψε, αφορισμένε.
[ελνστ. ἀφορίζω, αρχ. σημ.: `ξεχωρίζω, εξορίζω΄]