Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφοπλιστικός
1 εγγραφή
αφοπλιστικός -ή -ό [afoplistikós] Ε1 : που αφοπλίζει2, κατακτά και γοητεύει εξουδετερώνοντας κάθε αντίδραση: Aφοπλιστικό χαμόγελο. ~ τρόπος.

[λόγ. αφοπλισ- (αφοπλίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. désarmant & αγγλ. disarming]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες