Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφοπλιστικός -ή -ό [afoplistikós] Ε1 : που αφοπλίζει2, κατακτά και γοητεύει εξουδετερώνοντας κάθε αντίδραση: Aφοπλιστικό χαμόγελο. ~ τρόπος.
[λόγ. αφοπλισ- (αφοπλίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. désarmant & αγγλ. disarming]