Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφομοίωση
1 εγγραφή
αφομοίωση η [afomíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφομοιώνω. 1. (βιολ.) η λειτουργία κατά την οποία ένας ζωντανός οργανισμός μετασχηματίζει σε δικά του συστατικά τις θρεπτικές ουσίες που προσλαμβάνει κατά τη διαδικασία της θρέψης: H ~ των τροφών γίνεται μετά την πέψη. 2. (μτφ.) α. η κατάκτηση μιας γνώσης, μιας εμπειρίας και η μετατροπή της σε αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας κάποιου: H τηλεόραση βοηθάει στη γρήγορη ~ ξένων πολιτιστικών προτύπων. β. απορρόφηση και εξομοίωση από ένα κοινωνικό σύνολο των ξένων στοιχείων που εισέρχονται σε αυτό, συνήθ. με παράλληλη εξαφάνιση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους: Προοδευτική ~ των μεταναστών από τους ντόπιους. 3. (ψυχ.) η πνευματική λειτουργία με την οποία οι πρόσφατες παραστάσεις συνδυάζονται στη συνείδηση με άλλες παλιότερες και γίνονται οριστικό της κτήμα: H ~ των γνώσεων. 4. (γλωσσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο ένας φθόγγος αποκτά ορισμένα ή όλα τα χαρακτηριστικά ενός γειτονικού φθόγγου: Ολική / μερική ~. Προληπτική / υποχωρητική ~, όταν ο φθόγγος που αφομοιώνεται προηγείται αυτού που δρα αφομοιωτικά. Εξακολουθητική / προχωρητική ~, όταν ο φθόγγος που αφομοιώνεται έπεται αυτού που δρα αφομοιωτικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀφομοίω(σις) `εξομοίωση, σύγκριση΄ -ση σημδ. γαλλ. assimilation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες