Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιερώνω
1 εγγραφή
αφιερώνω [afieróno] -ομαι Ρ1 : δίνω, προσφέρω κτ. σε κπ. ή σε κτ. που θεωρώ ιερό, ιδανικό, υψηλό. 1. δίνω, προσφέρω κτ. στο Θεό κτλ. σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης: ~ μια εικόνα στην Παναγία. 2. διαθέτω, καταναλώνω κτ. εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για να υπηρετήσω κπ. ή κτ.: ~ όλες μου τις δυνάμεις / τις προσπάθειες σε ένα σκοπό. Aφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για ελευθερία / στην πατρίδα. || διαθέτω: ~ τον ελεύθερο χρόνο μου στα σπορ. || Tο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην ιστορική ανασκόπηση του προβλήματος. Aφιερώνομαι σε κτ. ή σε κπ., αφιερώνω τον εαυτό μου: Aφιερώθηκε στο Θεό. 3. (συνήθ. για βιβλίο κτλ.) προσφέρω κτ. σε κπ. για να τον τιμήσω: ~ το βιβλίο μου στη μνήμη του δασκάλου μου / στο δάσκαλό μου.

[λόγ. < ελνστ. ἀφιερ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. consacrer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες