Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφεντικός
2 εγγραφές [1 - 2]
αφεντικός ο [afendikós] Ο17 θηλ. αφεντικίνα [afendiína] Ο26 : (στις περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε ή απλώς να δηλώσουμε το φύλο) αφεντικό. || (θηλ.) και για τη σύζυγο του αφεντικού.

[ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αφεντικός· αφεντικ(ό) -ίνα]

αφεντικός -ή -ό [afendikós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που ανήκει ή που ταιριάζει σε αφέντη· αφεντάδικος.

[μσν. αφεντικός < αφέντ(ης) -ικός ή < ελνστ. αὐθεντικός `που έχει κύρος΄ (κατά το αυθέντης > αφέντης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες