Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφεδρώνας
1 εγγραφή
αφεδρώνας ο [afeδrónas] Ο2 : (λόγ.) 1. πρωκτός. 2. αποχωρητήριο.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀφεδρών, αιτ. ώνα· 1: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες