Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφεδρώνας ο [afeδrónas] Ο2 : (λόγ.) 1. πρωκτός. 2. αποχωρητήριο.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀφεδρών, αιτ. ώνα· 1: μσν. σημ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀφεδρών, αιτ. ώνα· 1: μσν. σημ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |