Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφανής -ής -ές [afanís] Ε10 : 1.που δε φαίνεται, δε γίνεται αντιληπτός. ANT εμφανής, φανερός: H ορμή υπόκειται στον αφανή έλεγχο του εγώ. || που μπορούν να τον αποκρύψουν: Aφανές κεφάλαιο / αποθεματικό. || (οικον.): ~ εταιρεία, που γίνεται με απλή συμφωνία των μετόχων και χωρίς επίσημη αναγνώριση ή νομική υπόσταση. 2. (για πρόσ.) α. που το όνομά του δεν είναι γνωστό: ~ εταίρος. ~ ευεργέτης. Οι αφανείς ήρωες. Tο μνημείο του αφανούς ναύτη· (πρβ. άγνωστος στρατιώτης). β. που δεν έχει μια κοινωνική θέση ή δράση τέτοια που να του δίνει φήμη. ANT επιφανής: ~ δικηγόρος.
αφανώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀφανής· λόγ. < αρχ. ἀφανῶς]