Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαλκίδευτος
1 εγγραφή
αφαλκίδευτος -η -ο [afalkíδeftos] Ε5 : (για δικαιώματα, αρχές κτλ.) που δεν τον φαλκίδευσαν ή που δεν μπορούν να τον φαλκιδεύσουν, να τον καταπατήσουν, να τον διαστρεβλώσουν: Είναι αναμφισβήτητη η υπεροχή του κοινοβουλευτισμού, όταν αυτός λειτουργεί ~.

[λόγ. α- 1 φαλκιδεύ(ω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες