Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφήγημα το [afíjima] Ο49 : γραπτό έντεχνο κείμενο που εξιστορεί μια κατάσταση ή ένα απλό γεγονός, χωρίς να έχει την πλοκή ή την υπόθεση του διηγήματος· (πρβ. αφήγηση, διήγηση): Tα όρια μεταξύ αφηγήματος και διηγήματος είναι δυσδιάκριτα.
[λόγ. < αρχ. ἀφήγημα `διήγηση΄ σημδ. γαλλ. récit]
- αφηγηματικός -ή -ό [afijimatikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει στην αφήγηση ή στο αφήγημα, ή που έχει τα χαρακτηριστικά τους: Aφηγηματική τεχνική. ~ λόγος. Aφηγηματικό ύφος / κείμενο. || που αφηγείται: Tα αφηγηματικά και τα διαλογικά μέρη ενός διηγήματος, μυθιστορήματος κτλ.
[λόγ. < ελνστ. ἀφηγηματικός `που διηγείται΄]
- αφηγηματικότητα η [afijimatikótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να αφηγείται, το σύνολο των προτερημάτων που πρέπει να έχει μια καλή, τέλεια αφήγηση.
[λόγ. αφηγηματικ(ός) -ότης > -ότητα]