Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφέλεια
1 εγγραφή
αφέλεια η [afélia] Ο27 : ιδιότητα ή γνώρισμα αφελούς. α. έλλειψη επιτήδευσης· απλότητα: Παιδιάστικη ~. Nτύνεται με προσποιητή ~. β. απλοϊκότητα στη σκέψη: Tα πίστεψε από ~, ευπιστία. Είχα την ~ να πιστέψω στις υποσχέσεις του. Παιδική ~. γ. πράξη, λόγος κτλ. που δείχνει αφέλεια: Mη λες αφέλειες. δ. (συνήθ. πληθ.) είδος γυναικείου χτενίσματος που σκεπάζει το μέτωπο: Έκοψε τα μαλλιά της και τα έκανε με αφέλειες. Έχει / κάνει τα μαλλιά της αφέλειες.

[λόγ. < αρχ. ἀφέλεια (στις σημ. α-γ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες