Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτόχθονας [aftóxθonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : αυτόχθων: ~ κάτοικος. Aυτόχθονη πολιτιστική παράδοση / λαϊκή τέχνη. || (ως ουσ.) ο αυτόχθονας: Οι πρώτοι Iνδοευρωπαίοι κατέκτησαν εύκολα τους αυτόχθονες. H διαμάχη αυτοχθόνων και προσφύγων.
[λόγ. < αρχ. αὐτόχθων, αιτ. -ονα]