Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόφωτος
1 εγγραφή
αυτόφωτος -η -ο [aftófotos] Ε5 : ANT ετερόφωτος. α. (ιδ. για ουράνιο σώμα) που φωτίζεται από το δικό του φως, γιατί είναι φωτεινή πηγή: Aυτόφωτοι αστέρες. Aυτόφωτα ουράνια σώματα. Ο ήλιος είναι αυτόφωτο άστρο. β. (μτφ., για πρόσ.) που έχει και εκφράζει δικές του ιδέες, απόψεις κτλ.

[λόγ. < μσν. αυτόφωτος `απόλυτο φως΄ (ελνστ. αὐτόφως `πολύ φωτεινός) σημδ. αγγλ. self-lu minous ή γερμ. selbstleuchtend]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες