Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόφωρος
1 εγγραφή
αυτόφωρος -η -ο [aftóforos] Ε5 : (νομ.) 1α. (για παράνομη πράξη) που ο δράστης της γίνεται αντιληπτός τη στιγμή που τη διαπράττει ή αμέσως μετά: Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συλλάβει το δράστη. β. Aυτόφωρη σύλληψη δράστη, που γίνεται κατά την εκτέλεση της αξιόποινης πράξης ή αμέσως μετά. 2. (για δικαστήριο) που εκδικάζει αυτόφωρα πλημμελήματα ή πταίσματα: Aυτόφωρο τριμελές πρωτοδικείο. || (ως ουσ.) το αυτόφωρο. ΦΡ επ΄ αυτοφώρω, την ίδια στιγμή: Συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω να κλέβει.

[λόγ. < αρχ. αὐτόφωρος `πιασμένος πάνω στην πράξη΄, η αλλ. της σημ. από παρερμηνεία της αρχ. φρ. ἐπ΄ αὐτοφώρῳ `πάνω στην πράξη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες