Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτόγραφο το [aftóγrafo] Ο42 : α.απλή υπογραφή ή σύντομο ιδιόχειρο σημείωμα που δίνει διάσημο πρόσωπο (ηθοποιός, καλλιτέχνης κτλ.) σε θαυμαστές του. β. ιδιόχειρο χειρόγραφο ενός συγγραφέα: Tα αυτόγραφα του Σολωμού.
[λόγ. < γαλλ. autographe < ελνστ. αὐτόγραφος]
- αυτόγραφος -η -ο [aftóγrafos] Ε5 : που είναι γραμμένος με το ίδιο το χέρι του συγγραφέα και όχι άλλου· ιδιοχείρως γραμμένος, ιδιόχειρος· (πρβ. χειρόγραφος): Aυτόγραφη επιστολή / διαθήκη. Aυτόγραφο κείμενο. || (ως ουσ.) το αυτόγραφο*.
[λόγ. < ελνστ. αὐτόγραφος]