Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοχρηματοδοτούμαι [aftoxrimatoδotúme] Ρ10.9β : (οικον., για επιχείρηση, έργο, δραστηριότητα κτλ.) χρηματοδοτούμαι με κεφάλαιο που σχηματίζεται από τα κέρδη μου: Ο νέος συγκοινωνιακός οργανισμός θα έχει τη δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτείται. Aυτοχρηματοδοτούμενο οικονομικό πρόγραμμα.
[λόγ. αυτοχρηματοδότ(ησις) -ούμαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: χρηματοδότησις - χρηματοδοτούμαι]