Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσυναίσθημα
1 εγγραφή
αυτοσυναίσθημα το [aftosinésθima] Ο49 : (ψυχ.) το ευχάριστο ή δυσάρεστο συναίσθημα κάποιου το οποίο προκαλείται από τη γνώμη που έχουμε για την αξία ή την απαξία του εαυτού μας: Aρνητικό ~, συναίσθημα μειονεκτικότητας. Συναισθήματα του εγώ είναι το θετικό και το αρνητικό ~.

[λόγ. αυτο- + συναίσθημα μτφρδ. γερμ. Selbstgefühl]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες