Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοστέγαση η [aftostéγasi] Ο33 : η στέγαση, η απόκτηση κατοικίας με δικά μας μέσα και φροντίδες: Δάνειο / οργανισμός / υπηρεσία αυτοστεγάσεως.
[λόγ. αυτο- + στέγα(σις) -ση]