Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσαρκασμός
1 εγγραφή
αυτοσαρκασμός ο [aftosarkazmós] Ο17 : το να σαρκάζει κάποιος τον εαυτό του: Διάθεση αυτοσαρκασμού.

[λόγ. αυτο- + σαρκασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες