Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοπεριορισμός ο [aftoperiorizmós] Ο17 : ο περιορισμός που βάζει κάποιος στον εαυτό του, σε μια δική του δραστηριότητα: Ο ~ των εισαγωγών.
[λόγ. αυτο- + περιορισμός μτφρδ. αγγλ. self-limitation]