Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτονομία η [aftonomía] Ο25 : α.το δικαίωμα μιας πολιτικής ή κοινωνικής ομάδας (εθνότητας, φυλής, οργανισμού κτλ.) να καθορίζει μόνη της τους νόμους της λειτουργίας της και τη δραστηριότητά της, χωρίς καμιά αποφασιστική ή συμπληρωματική επέμβαση: H ~ μιας χώρας / μιας περιοχής / μιας επαρχίας / ενός λαού. H ~ ενός κόμματος / μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. H ~ του συνδικαλιστικού κινήματος. Οικονομική / πολιτική ~. β. (γενικότ.) η έλλειψη οποιασδήποτε εξάρτησης και επίδρασης από εξωτερικούς παράγοντες: H ~ της τέχνης. H ηθική ~ του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. αὐτονομία `ανεξαρτησία΄ σημδ. γαλλ. autonomie (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτονομία]