Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκτόνος
1 εγγραφή
αυτοκτόνος ο [aftoktónos] Ο18 : αυτόχειρας.

[λόγ. < αρχ. αὐτοκτόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες