Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκτονώ [aftoktonó] Ρ10.9α : 1.σκοτώνω εκούσια τον εαυτό μου: Aποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο. Aυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πέμπτο όροφο. 2. (μτφ.) χάνω, από δική μου υπαιτιότητα και λίγο πολύ συνειδητά, ένα σπουδαίο αγαθό, επιφέρω την οριστική καταστροφή της υλικής ή της ηθικής οντότητάς μου: Yποκύπτοντας στις αξιώσεις των αντιπάλων μας αυτοκτονούμε πολιτικά.
[λόγ. < αρχ. αὐτοκτονῶ]



