Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκινητόδρομος ο [aftokinitóδromos] Ο20α : πλατύς δρόμος έξω από τις πόλεις, κατασκευασμένος ειδικά για την άνετη κυκλοφορία αυτοκινήτων: Οι αυτοκινητόδρομοι της Γερμανίας / της Iταλίας. Οι ελληνικοί αυτοκινητόδρομοι συχνά δεν έχουν ισόπεδες διαβάσεις.
[λόγ. αυτοκί νητ(ον) -ο- + -δρομος μτφρδ. ιταλ. autostrada ή μέσω του γαλλ. autoroute (auto- σύντμ. του automobile = αυτοκίνητον)]