Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκινητόδρομος
1 εγγραφή
αυτοκινητόδρομος ο [aftokinitóδromos] Ο20α : πλατύς δρόμος έξω από τις πόλεις, κατασκευασμένος ειδικά για την άνετη κυκλοφορία αυτοκινήτων: Οι αυτοκινητόδρομοι της Γερμανίας / της Iταλίας. Οι ελληνικοί αυτοκινητόδρομοι συχνά δεν έχουν ισόπεδες διαβάσεις.

[λόγ. αυτοκί νητ(ον) -ο- + -δρομος μτφρδ. ιταλ. autostrada ή μέσω του γαλλ. autoroute (auto- σύντμ. του automobile = αυτοκίνητον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες