Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκίνητο
6 εγγραφές [1 - 6]
αυτοκίνητο το [aftokínito] Ο40 : όχημα που κινείται με δική του μηχανή πάνω σε τέσσερις (ή περισσότερους) τροχούς: ~ δημοσίας χρήσεως (ΔX). ~ ιδιωτικής χρήσεως (IX). Επιβατικό ~· (πρβ. λεωφορείο, πούλμαν). Aστικό / υπεραστικό ~. Επαγγελματικό ~. Φορτηγό ~, καμιόνι. ~ ψυγείο. Tαξιδεύω με ~. Οδηγώ ~. Άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου. Πετρελαιοκίνητο ~. Hλεκτρικό / ηλεκτροκίνητο ~. Aγόρασα καινούριο ~. αυτοκινητάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό αυτοκίνητο: Συγκρουόμενα* αυτοκινητάκια. β. μικρογραφία αυτοκινήτου που χρησιμοποιείται κυρίως ως παιδικό παιχνίδι.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. αὐτοκίνητος `που κινείται μόνος του΄ σημδ. γαλλ. automobile (auto- = αυτο-)]

αυτοκινητοβιομηχανία η [aftokinitoviomixanía] Ο25 : α.τομέας της οικονομικής δραστηριότητας που ασχολείται με τη μαζική παραγωγή αυτοκινήτων: H ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας στη δυτική Ευρώπη. β. εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων: Εργάζεται σε μια ~ στη Γερμανία.

[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + βιομηχανία]

αυτοκινητοδρομία η [aftokinitoδromía] Ο25 : αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων.

[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + -δρομία κατά το αρματοδρομία]

αυτοκινητοδρόμιο το [aftokinitoδrómio] Ο40 : στίβος που χρησιμεύει για αγώνες ταχύτητας ή για δοκιμές αυτοκινήτων.

[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + -δρόμιον μτφρδ. γαλλ. autodrome < auto- (σύντμ. του automobile) = αυτοκίνητ(ον) -ο- + -drome < αρχ. δρόμ(ος) -ιον]

αυτοκινητόδρομος ο [aftokinitóδromos] Ο20α : πλατύς δρόμος έξω από τις πόλεις, κατασκευασμένος ειδικά για την άνετη κυκλοφορία αυτοκινήτων: Οι αυτοκινητόδρομοι της Γερμανίας / της Iταλίας. Οι ελληνικοί αυτοκινητόδρομοι συχνά δεν έχουν ισόπεδες διαβάσεις.

[λόγ. αυτοκί νητ(ον) -ο- + -δρομος μτφρδ. ιταλ. autostrada ή μέσω του γαλλ. autoroute (auto- σύντμ. του automobile = αυτοκίνητον)]

αυτοκίνητος -η -ο [aftokínitos] Ε5 : που κινείται μόνος του. ANT ετεροκίνητος.

[λόγ. < αρχ. αὐτοκίνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες