Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδιοίκηση
1 εγγραφή
αυτοδιοίκηση η [aftoδiíkisi] Ο33 : α.η διοίκηση ενός τόπου, ενός οργανισμού κτλ. που δεν εξαρτάται από μια κεντρική διοίκηση, εξουσία· διοικητική ανεξαρτησία: Tα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη ~. H ~ ενός γεωργικού συνεταιρισμού· (πρβ. αυτοδιαχείριση). β. Tοπική ~, αποκέντρωση εξουσιών μέσα σε ένα κράτος: Πρώτος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης, οι δήμοι και οι κοινότητες. Δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης, οι νομοί.

[λόγ. αυτο- + διοίκη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες