Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδιαχείριση
1 εγγραφή
αυτοδιαχείριση η [aftoδiaxírisi] Ο33 : η διαχείριση μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού κτλ. από τους ίδιους τους εργαζομένους: Ο γιουγκοσλαβικός σοσιαλισμός στηρίχτηκε πρώτα και κύρια στην ~.

[λόγ. αυτο- + διαχείρι(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. autogestion (auto- = αυτο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες