Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταρχισμός
1 εγγραφή
αυταρχισμός ο [aftarxizmós] Ο17 : ο χαρακτήρας του αυταρχικού πολιτικού καθεστώτος· αυταρχία: H αδιαφορία του πολίτη ενισχύει τις τάσεις αυταρχισμού του σύγχρονου κράτους. || (για πρόσ.) αυταρχική συμπεριφορά.

[λόγ. αυταρχ(ία) -ισμός απόδ. γαλλ. autocratie (δες στο αυταρχία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες