Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταπάτη
1 εγγραφή
αυταπάτη η [aftapáti] Ο30 : η πλάνη να πιστεύουμε ως πραγματικό ή δυνατό κτ. που μόνο ως σφοδρή επιθυμία μας υπάρχει· ψευδαίσθηση: Έχει / τρέφει τραγικές και επικίνδυνες αυταπάτες.

[λόγ. αυτ(ο)- + απάτη μτφρδ. αγγλ. self-deception]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες