Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταπάρνηση
1 εγγραφή
αυταπάρνηση η [aftapárnisi] Ο33 : το να ενεργεί κάποιος χωρίς να υπολογίζει τον εαυτό του, θυσιάζοντας τις προσωπικές του φιλοδοξίες και τα συμφέροντά του, για κπ. υψηλό σκοπό ή για το καλό άλλων· αλτρουισμός, αυτοθυσία: Yπηρέτησε με παραδειγματική ~ την υπόθεση της ειρήνης. || τίμια εκτέλεση του καθήκοντος· ανιδιοτέλεια.

[λόγ. αυτ(ο)- + απαρνη- (απαρνούμαι) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. self-denial, self-abnegation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες