Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτανάφλεξη
1 εγγραφή
αυτανάφλεξη η [aftanáfleksi] Ο33 : αυτόματη ανάφλεξη, απότομη ύψω ση της θερμοκρασίας ενός υλικού και καύση του χωρίς πυροδότηση.

[λόγ. αυτ(ο)- + ανάφλεξις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. autoignition (auto- = αυτο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες