Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυστραλοπίθηκος
1 εγγραφή
αυστραλοπίθηκος ο [afstralopíθikos] Ο20α : (παλαιοντ.) γένος της οικογένειας των ανθρωπιδών που θεωρείται στενά συγγενές προς τον άνθρωπο.

[λόγ. < νλατ. Australopithecus < Austral(is δες στο αυστραλιακός) -ο- + -pithecus < αρχ. πίθηκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες