Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυστραλιακός -ή -ό [afstraliakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aυστραλία ή στους Aυστραλούς· αυστραλιανός: Aυστραλιακά προϊόντα. Aυστραλιακές αεροπορικές γραμμές.
[λόγ. Aυστραλί(α < αγγλ. Australia) -ακός]