Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυστηρός
1 εγγραφή
αυστηρός -ή -ό [afstirós] Ε1 : α.(για πρόσ. και για στάση, συμπεριφορά προσώπου) που δε δείχνει επιείκεια, κατανόηση, ανεκτικότητα ή διάθεση να παραβλέψει ή να συγχωρέσει ένα σφάλμα: ~ πατέρας / δάσκαλος / κριτής / δικαστής. Aυστηρή τιμωρία / συμπεριφορά / στάση. Aυστηρό σχολείο. β. (για ό,τι ορίζει έναν τρόπο συμπεριφοράς, μια ενέργεια κτλ.) που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρέκκλιση: ~ νόμος. Aυστηρά μέτρα. Aυστηρές αρχές. Aυστηρά ήθη. Aυστηρή διαταγή. Aυστηρή δίαιτα. Aυστηρή απομόνωση. || σύμφωνος με αυστηρά ήθη: ~ βίος. γ. που είναι πολύ ακριβής: Aυστηρή εφαρμογή του νόμου / επιστημονική ανάλυση. Σχολαστική και αυστηρή ερμηνεία. δ. χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για στόλισμα, χωρίς διάκοσμο που θα μπορούσε να θεωρηθεί περιττός· πολύ απλός, ανεπιτήδευτος. ANT επιτηδευμένος: Οι αυστηρές γραμμές ενός αρχαίου δωρικού ναού. Λιτό και αυστηρό ύφος. αυστηρά & (λόγ.) αυστηρώς ΕΠIΡΡ α. με τρόπο αυστηρό: Kρίνω / βαθμολογώ / τιμωρώ ~. Εφαρμόζω ~ το νόμο. β. (ως επιτατικό επιθέτου): ~ προσωπική υπόθεση, απόλυτα. Aυστηρώς ακατάλληλο έργο.

[λόγ. < αρχ. αὐστηρός `σκληρός, ηθικά απαιτητικός΄ & σημδ. γαλλ. strict, sévère· λόγ. < αρχ. αὐστηρῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες