Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυξάνω
1 εγγραφή
αυξάνω [afksáno] -ομαι Ρ αόρ. αύξησα, απαρέμφ. αυξήσει, παθ. αόρ. αυξήθηκα, απαρέμφ. αυξηθεί, μππ. αυξημένος και ηυξημένος* : 1.κάνω κτ. μεγαλύτερο ή περισσότερο. ANT ελαττώνω: ~ το πλάτος, πλαταίνω, διευρύνω, φαρδαίνω, ευρύνω. ~ το μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω. ~ την έκταση, επεκτείνω, εκτείνω. ~ τον όγκο, διογκώνω. ~ τον αριθμό / το πλήθος, πολλαπλασιάζω. ~ την ένταση / τη δύναμη, εντείνω, ενισχύω, δυναμώνω. ~ την ταχύτητα, επιταχύνω. ~ το περιεχόμενο / την περιεκτικότητα, εμπλουτίζω. ~ επιπλέον, επαυξάνω, προσαυξάνω. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες θα αυξήσουν την τιμή του πετρελαίου κατά 2%. Aν αυξήσουμε τον αριθμό των δόσεων, θα πρέπει να μειώσουμε το ύψος τους. 2α. γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι: Ο τιμάριθμος αυξάνεται με ρυθμό ταχύτερο από τους μισθούς. H θερμοκρασία αυξήθηκε στους 40Φ, ανέβηκε. Aυξημένες ευθύνες / δυνατότητες. (έκφρ.) αυξάνεσθε και πληθύνεσθε*. β. (μππ., γραμμ.) που παίρνει ρηματική αύξηση: Aυξημένοι ρηματικοί τύποι. ANT αναύξητος.

[λόγ. < αρχ. αὐξάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες