Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθόρμητος
1 εγγραφή
αυθόρμητος -η -ο [afθórmitos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που ενεργεί ή εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, που δεν παρακινείται από άλλους: ~ χαρακτήρας. 2. (για πράξη, ενέργεια κτλ.) που γίνεται χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό ή υπολογισμό των αποτελεσμάτων του: Aυθόρμητη ενέργεια / κίνηση / απάντηση / διαδήλωση. αυθόρμητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. αυθόρμητος `σπρωγμένος από τον εαυτό του΄ < αυθ- (δες αυτο-) + αρχ. ὁρμη- (ὁρμῶ) -τος & σημδ. γαλλ. spontané]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες