Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυθυποβολή η [afθipovolí] Ο29 : (ψυχ.) η υποβολή του εαυτού μας, το ψυχικό φαινόμενο κατά το οποίο όχι ξένες αλλά δικές μας σκέψεις και επιθυμίες ενεργούν πάνω μας περιοριστικά και επηρεάζουν τον ψυχικό μας βίο: Aκόμη και σωματικές διαταραχές προκαλούνται συχνά με την ~. H ~ μπορεί να μας οδηγήσει στις πιο απίθανες φαντασιώσεις.
[λόγ. αυθ- (δες αυτο-) + υποβολή μτφρδ. γαλλ. autosuggestion (auto- = αυτο-)]