Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυθορμητισμός ο [afθormitizmós] Ο17 : η ιδιότητα του αυθόρμητου: Ο ~ μιας πράξης / ενός προσώπου.
[λόγ. αυθόρμητ(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. spontanéité]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. αυθόρμητ(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. spontanéité]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |