Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθορμητισμός
1 εγγραφή
αυθορμητισμός ο [afθormitizmós] Ο17 : η ιδιότητα του αυθόρμητου: Ο ~ μιας πράξης / ενός προσώπου.

[λόγ. αυθόρμητ(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. spontanéité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες