Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθεντία
1 εγγραφή
αυθεντία η [afθendía] Ο25 : α.(φιλοσ.) η ιδιότητα πράγματος, γνώμης ή προσώπου να θεωρείται ότι έχει αναμφισβήτητο κύρος για λόγους άσχετους προς τη λογική: Ό,τι χαρακτηρίζει τη μεσαιωνική φιλοσοφική σκέψη είναι η επικράτηση της αυθεντίας του Aριστοτέλη. β. (για πρόσ.) ο βαθύς γνώστης επιστήμης ή τέχνης: Θεωρείται ~ σε θέματα οικονομικής πολιτικής. || (προφ.): Είναι ~ στα υδραυλικά.

[λόγ. < ελνστ. αὐθεντία `απόλυτη εξουσία΄ σημδ. γαλλ. autorité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες