Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυθάδης -ης -ες [afθáδis] Ε11α : που δείχνει έλλειψη σεβασμού, αναίδεια, περιφρόνηση· αυθάδικος: ~ συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. αὐθάδης `πεισματάρης, αλαζόνας΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. αὐθάδης `πεισματάρης, αλαζόνας΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |