Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατραξιόν η [atraksxón] Ο (άκλ.) : θεαματικό νούμερο (ακροβατικό, ταχυδακτυλουργικό κτλ.): Tο πρόγραμμα του νυχτερινού κέντρου περιελάμβανε και μερικές εντυπωσιακές ~.
[λόγ. < γαλλ. attraction]



