Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμόπλοιο
1 εγγραφή
ατμόπλοιο το [atmóplio] Ο42 : πλοίο, επιβατικό ή φορτηγό, που κινείται με τη δύναμη του ατμού.

[λόγ. ατμο- + πλοίον μτφρδ. αγγλ. steamship]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες